ιουνιανός

ιουνιανός
και ιουνιακός, -ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Ιούνιο ή συνέβη κατ' αυτόν τον μήνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ιουνιανά ή Ιουνιακά
οι αιματηρές συγκρούσεις που έγιναν στην Αθήνα τον Ιούνιο τού 1863 ανάμεσα στις παρατάξεις τών πεδινών και τών ορεινών για την κατάληψη τής εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ιουνιανός είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ, λατ. iunianus. Ο τ. ιουν-ιακός < Ἰούν-ιος + κατάλ. -ιακός (πρβλ. γων-ιακός παραλ-ιακός). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τού πληθ. τού ουδ. Ἰουνιακά, τὰ μαρτυρείται από το 1888 στον Δημήτριο Βικέλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιουστίνος Μάρκος Ιουνιανός — (2ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος ιστοριογράφος. Έγραψε επιτομή της Παγκόσμιας Ιστορίας του Πομπήιου Τρόγου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”